ποδοκυλώ

ποδοκυλώ
ποδοκυλάω μετ. пинать, бить ногами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ποδοκυλώ" в других словарях:

  • ποδοκυλώ — άω, Ν 1. σπρώχνω ή κλοτσώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια και τόν κάνω να κυλίσει («κρατεί τα δυο κεφάλια... τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει», Βαλαωρ.) 2. αφήνω κάτι να σέρνεται στο χώμα και να λερώνεται («τό ποδοκύλησες το παλτό σου») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ποδοκυλώ — ποδοκύλησα, κυλώ κάτι με τα πόδια, ποδοπατώ, κλοτσώ: Έφερε το βαρέλι ποδοκυλώντάς το. – Τον ποδοκύλησε το άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδοκυλισιά — η, Ν το να ποδοκυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον μια φορά («έχει φάει πολλές ποδοκυλισιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. τού ποδοκυλώ + κατάλ. ιά (πρβλ. απελπισ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλημα — το, Ν [ποδοκυλώ] 1. το να κυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον στο έδαφος με κλοτσιές 2. η πρόκληση ζημιάς ή λερώματος από αδιαφορία 3. μτφ. η ηθική μείωση …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλισμα — το, Ν το ποδοκύλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκυλώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύλισμα — ποδοκύλισμα, το και ποδοκύλημα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοκυλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»